- άλιαστος
- η , ο не выставленный на солнце
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλίαστος — ἀλίαστος, ον (Α) [λιάζομαι] 1. άκαμπτος, αλύγιστος, αμετάτρεπτος 2. ακατάπαυστος, ασταμάτητος, σφοδρός 3. (για πρόσωπα) άφοβος, ατρόμητος, ακατάβλητος 4. μεγάλος, πολύς 5. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀλίαστον ακατάπαυστα … Dictionary of Greek
ἀλίαστος — not to be turned aside masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλιαστος — η, ο [λιάζω] αυτός που δεν ξεράθηκε στον ήλιο ή δεν ζεστάθηκε από τον ήλιο, ανήλιαγος, ανήλιαστος … Dictionary of Greek
άλιαστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει εκτεθεί στον ήλιο: Τη σταφίδα την είχαν ακόμη άλιαστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλίαστον — ἀλίαστος not to be turned aside masc/fem acc sg ἀλίαστος not to be turned aside neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιάστοις — ἀλίαστος not to be turned aside masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλίαστοι — ἀλίαστος not to be turned aside masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανήλιαστος — η, ο (Μ ἀνηλίαστος, ον) άλιαστος, αυτός που δεν έχει εκτεθεί στον ήλιο ή δεν φωτίζεται από τον ήλιο … Dictionary of Greek